Translation meaning & definition of the word "dissident" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dissident
[Διαφωνών]/dɪsədənt/
noun
1. A person who dissents from some established policy
- synonym:
- dissenter ,
- dissident ,
- protester ,
- objector ,
- contestant
1. Ένα άτομο που διαφωνεί από κάποια καθιερωμένη πολιτική
- συνώνυμο:
- διαφωνών ,
- διαδηλωτήσ ,
- αντιρρησίασ ,
- διαγωνιζόμενοσ
adjective
1. Characterized by departure from accepted beliefs or standards
- synonym:
- dissident ,
- heretical ,
- heterodox
1. Χαρακτηρίζεται από αποχώρηση από αποδεκτές πεποιθήσεις ή πρότυπα
- συνώνυμο:
- διαφωνών ,
- αιρετικόσ ,
- ετεροδόξου
2. Disagreeing, especially with a majority
- synonym:
- dissentient ,
- dissenting(a) ,
- dissident
2. Διαφωνώ, ειδικά με την πλειοψηφία
- συνώνυμο:
- διαφωνών ,
- διαφωνούντα (α)