Translation meaning & definition of the word "dissent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απουσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dissent
[Διαφωνώ]/dɪsɛnt/
noun
1. (law) the difference of one judge's opinion from that of the majority
- "He expressed his dissent in a contrary opinion"
- synonym:
- dissent
1. (ναθ) η διαφορά της γνώμης ενός δικαστή από εκείνη της πλειοψηφίας
- "Εξέφρασε τη διαφωνία του κατά αντίθετη άποψη"
- συνώνυμο:
- διαφωνία
2. A difference of opinion
- synonym:
- dissent
2. Μια διαφορά απόψεων
- συνώνυμο:
- διαφωνία
3. The act of protesting
- A public (often organized) manifestation of dissent
- synonym:
- protest ,
- objection ,
- dissent
3. Η πράξη της διαμαρτυρίας
- Ένα δημόσιο (από συχνά οργανωμένη) εκδήλωση της διαφωνίας
- συνώνυμο:
- διαμαρτυρία ,
- αντίρρηση ,
- διαφωνία
verb
1. Withhold assent
- "Several republicans dissented"
- synonym:
- dissent
1. Απορρίψτε τη σύμφωνη γνώμη
- "Όλοι οι ρεπουμπλικάνοι διαφώνησαν"
- συνώνυμο:
- διαφωνία
2. Express opposition through action or words
- "Dissent to the laws of the country"
- synonym:
- protest ,
- resist ,
- dissent
2. Εκφράστε την αντίθεση μέσω της δράσης ή των λέξεων
- "Διαφωνία με τους νόμους της χώρας"
- συνώνυμο:
- διαμαρτυρία ,
- αντιστέκομαι ,
- διαφωνία
3. Be of different opinions
- "I beg to differ!"
- "She disagrees with her husband on many questions"
- synonym:
- disagree ,
- differ ,
- dissent ,
- take issue
3. Είμαι διαφορετική άποψη
- "Παρακαλώ να διαφέρω!"
- "Διαφωνεί με τον σύζυγό της σε πολλές ερωτήσεις"
- συνώνυμο:
- διαφωνώ ,
- διαφέρω ,
- διαφωνία ,
- παίρνω το ερώτημα