Translation meaning & definition of the word "dissected" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "διασταυρώθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dissected
[Διαχωρίζεται]/daɪsɛktəd/
adjective
1. Having one or more incisions reaching nearly to the midrib
- synonym:
- cleft ,
- dissected
1. Έχοντας μία ή περισσότερες τομές που φτάνουν σχεδόν στο μέσο
- συνώνυμο:
- παραπονιέται ,
- ανατέμνεται