Translation meaning & definition of the word "dissatisfaction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσαρέσκεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dissatisfaction
[Δυσαρέσκεια]/dɪsætɪsfækʃən/
noun
1. The feeling of being displeased and discontent
- "He was never slow to express his dissatisfaction with the service he received"
- synonym:
- dissatisfaction
1. Το αίσθημα της δυσαρέσκειας και της δυσαρέσκειας
- "Ποτέ δεν άργησε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για την υπηρεσία που έλαβε"
- συνώνυμο:
- δυσαρέσκεια
Examples of using
I am writing to express my dissatisfaction.
Γράφω για να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου.
He expressed his dissatisfaction.
Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του.