Translation meaning & definition of the word "disruptive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαταραχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disruptive
[Διαταραγμένοσ]/dɪsrəptɪv/
adjective
1. Characterized by unrest or disorder or insubordination
- "Effects of the struggle will be violent and disruptive"
- "Riotous times"
- "These troubled areas"
- "The tumultuous years of his administration"
- "A turbulent and unruly childhood"
- synonym:
- disruptive ,
- riotous ,
- troubled ,
- tumultuous ,
- turbulent
1. Χαρακτηρίζεται από αναταραχή ή ανυποταξία
- "Οι επιπτώσεις του αγώνα θα είναι βίαιες και αποδιοργανωτικές"
- "Ταραχώδεις καιροί"
- "Αυτές οι προβληματικές περιοχές"
- "Τα ταραχώδη χρόνια της διοίκησής του"
- "Ταραγμένη και απείθαρχη παιδική ηλικία"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένοσ ,
- ταραχώδησ ,
- προβληματισμένος