Translation meaning & definition of the word "disrupt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαταράσσει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disrupt
[Διαταράσσω]/dɪsrəpt/
verb
1. Make a break in
- "We interrupt the program for the following messages"
- synonym:
- interrupt ,
- disrupt ,
- break up ,
- cut off
1. Κάνω ένα διάλειμμα
- "Διακόπτουμε το πρόγραμμα για τα ακόλουθα μηνύματα"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- διαταράσσω ,
- διαλύω ,
- κόβω
2. Throw into disorder
- "This event disrupted the orderly process"
- synonym:
- disrupt
2. Πετάξτε στη διαταραχή
- "Αυτό το γεγονός διατάραξε την ομαλή διαδικασία"
- συνώνυμο:
- διαταράσσω
3. Interfere in someone else's activity
- "Please don't interrupt me while i'm on the phone"
- synonym:
- interrupt ,
- disrupt
3. Παρεμβαίνει στη δραστηριότητα κάποιου άλλου
- "Παρακαλώ μην με διακόψετε ενώ είμαι στο τηλέφωνο"
- συνώνυμο:
- διακόπτω ,
- διαταράσσω