Translation meaning & definition of the word "displeased" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσαρέσκεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Displeased
[Δυσαρεστημένος]/dɪsplizd/
adjective
1. Not pleased
- Experiencing or manifesting displeasure
- synonym:
- displeased
1. Δεν είμαι ευχαριστημένος
- Βιώνοντας ή εκδηλώνοντας δυσαρέσκεια
- συνώνυμο:
- δυσαρεστημένος
Examples of using
What makes you so displeased?
Τι σε κάνει τόσο δυσαρεστημένο?
He is displeased at her rude behavior.
Είναι δυσαρεστημένος με την αγενή συμπεριφορά της.
He is displeased at her rude behavior.
Είναι δυσαρεστημένος με την αγενή συμπεριφορά της.