Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "displace" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατόπιση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Displace

[Μετατοπίζω]
/dɪsples/

verb

1. Cause to move, usually with force or pressure

  • "The refugees were displaced by the war"
    synonym:
  • displace

1. Αιτία για να κινηθεί, συνήθως με τη δύναμη ή την πίεση

  • "Οι πρόσφυγες εκτοπίστηκαν από τον πόλεμο"
    συνώνυμο:
  • μετακινώ

2. Take the place of or have precedence over

  • "Live broadcast of the presidential debate preempts the regular news hour"
  • "Discussion of the emergency situation will preempt the lecture by the professor"
    synonym:
  • preempt
  • ,
  • displace

2. Πάρτε τη θέση ή έχετε προτεραιότητα

  • "Η ζωντανή εκπομπή της προεδρικής συζήτησης προκαθορίζει την κανονική ώρα ειδήσεων"
  • "Η συζήτηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης θα προλάβει τη διάλεξη από τον καθηγητή"
    συνώνυμο:
  • προλέγω
  • ,
  • μετακινώ

3. Terminate the employment of

  • Discharge from an office or position
  • "The boss fired his secretary today"
  • "The company terminated 25% of its workers"
    synonym:
  • displace
  • ,
  • fire
  • ,
  • give notice
  • ,
  • can
  • ,
  • dismiss
  • ,
  • give the axe
  • ,
  • send away
  • ,
  • sack
  • ,
  • force out
  • ,
  • give the sack
  • ,
  • terminate

3. Να τερματίσει την απασχόληση

  • Απαλλαγή από ένα γραφείο ή μια θέση
  • "Το αφεντικό απέλυσε τον γραμματέα του σήμερα"
  • "Η εταιρεία τερμάτισε το 25% των εργαζομένων της"
    συνώνυμο:
  • μετακινώ
  • ,
  • φωτιά
  • ,
  • ειδοποιώ
  • ,
  • μπορώ
  • ,
  • αποπέμπω
  • ,
  • δίνω το τσεκούρι
  • ,
  • αποστέλλω
  • ,
  • σακίδιο
  • ,
  • αποστρέφομαι
  • ,
  • δίνω το σάκο
  • ,
  • τερματίζω

4. Cause to move or shift into a new position or place, both in a concrete and in an abstract sense

  • "Move those boxes into the corner, please"
  • "I'm moving my money to another bank"
  • "The director moved more responsibilities onto his new assistant"
    synonym:
  • move
  • ,
  • displace

4. Αιτία για να μετακινηθείτε ή να μετατοπιστείτε σε μια νέα θέση ή τόπο, τόσο σε ένα συγκεκριμένο όσο και σε μια αφηρημένη έννοια

  • "Μετακινήστε αυτά τα κουτιά στη γωνία, παρακαλώ"
  • "Μεταφέρω τα χρήματά μου σε άλλη τράπεζα"
  • "Ο σκηνοθέτης μετέφερε περισσότερες ευθύνες στο νέο του βοηθό"
    συνώνυμο:
  • κινώ
  • ,
  • μετακινώ