Translation meaning & definition of the word "dispersed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασκορπισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dispersed
[Διασκορπισμένο]/dɪspərst/
adjective
1. Distributed or spread over a considerable extent
- "Has ties with many widely dispersed friends"
- "Eleven million jews are spread throughout europe"
- synonym:
- dispersed ,
- spread
1. Διανέμεται ή εξαπλώνεται σε σημαντικό βαθμό
- "Έχει δεσμούς με πολλούς ευρέως διασκορπισμένους φίλους"
- "Εκατομμύρια εβραίοι εξαπλώνονται σε όλη την ευρώπη"
- συνώνυμο:
- διασκορπισμένος ,
- διαδίδω