Translation meaning & definition of the word "disperse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασκορπίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disperse
[Διασκορπίζω]/dɪspərs/
verb
1. Distribute loosely
- "He scattered gun powder under the wagon"
- synonym:
- scatter ,
- sprinkle ,
- dot ,
- dust ,
- disperse
1. Διανέμει χαλαρά
- "Διέσπειρε σκόνη όπλου κάτω από το βαγόνι"
- συνώνυμο:
- σκορπίζω ,
- πασπαλίζω ,
- τοποθεσία ,
- σκόνη ,
- διασκορπίζω
2. To cause to separate and go in different directions
- "She waved her hand and scattered the crowds"
- synonym:
- disperse ,
- dissipate ,
- dispel ,
- break up ,
- scatter
2. Να προκαλέσει το χωρισμό και να πάει σε διαφορετικές κατευθύνσεις
- "Κύριε το χέρι της και σκορπίζει τα πλήθη"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω ,
- διαλύω ,
- σκορπίζω
3. Cause to separate
- "Break up kidney stones"
- "Disperse particles"
- synonym:
- break up ,
- disperse ,
- scatter
3. Αιτία για διαχωρισμό
- "Χαλάστε τις πέτρες στα νεφρά"
- "Διασκορπίζουν σωματίδια"
- συνώνυμο:
- διαλύω ,
- διασκορπίζω ,
- σκορπίζω
4. Move away from each other
- "The crowds dispersed"
- "The children scattered in all directions when the teacher approached"
- synonym:
- disperse ,
- dissipate ,
- scatter ,
- spread out
4. Απομακρύνσου ο ένας από τον άλλον
- "Τα πλήθη διασκορπίστηκαν"
- "Τα παιδιά σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις όταν πλησίασε ο δάσκαλος"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω ,
- διαλύω ,
- σκορπίζω ,
- απλώνω
5. Separate (light) into spectral rays
- "The prosm disperses light"
- synonym:
- disperse
5. Ξεχωρίστε το (-αζω) σε φασματικές ακτίνες
- "Το πλεονέκτημα διασκορπίζει το φως"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω
6. Cause to become widely known
- "Spread information"
- "Circulate a rumor"
- "Broadcast the news"
- synonym:
- circulate ,
- circularize ,
- circularise ,
- distribute ,
- disseminate ,
- propagate ,
- broadcast ,
- spread ,
- diffuse ,
- disperse ,
- pass around
6. Αιτία να γίνει ευρέως γνωστή
- "Διασπείρω πληροφορίες"
- "Κυκλοφορήστε μια φήμη"
- "Μετάδοση των ειδήσεων"
- συνώνυμο:
- κυκλοφορώ ,
- κυκλοποιώ ,
- διανέμω ,
- διαδίδω ,
- μετάδοση ,
- διάχυτοσ ,
- διασκορπίζω ,
- περνώ