Translation meaning & definition of the word "dispel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφημιστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dispel
[Διαλύω]/dɪspɛl/
verb
1. Force to go away
- Used both with concrete and metaphoric meanings
- "Drive away potential burglars"
- "Drive away bad thoughts"
- "Dispel doubts"
- "The supermarket had to turn back many disappointed customers"
- synonym:
- chase away ,
- drive out ,
- turn back ,
- drive away ,
- dispel ,
- drive off ,
- run off
1. Δύναμη να φύγει
- Χρησιμοποιείται τόσο με συγκεκριμένες όσο και μεταφορικές έννοιες
- "Αφήστε μακριά πιθανούς διαρρήκτες"
- "Απομακρύνετε τις κακές σκέψεις"
- "Αμφιβολίες από την αποστολή"
- "Το σούπερ μάρκετ έπρεπε να γυρίσει πίσω πολλούς απογοητευμένους πελάτες"
- συνώνυμο:
- απομακρύνομαι ,
- γυρίζω πίσω ,
- διαλύω ,
- τρέχω
2. To cause to separate and go in different directions
- "She waved her hand and scattered the crowds"
- synonym:
- disperse ,
- dissipate ,
- dispel ,
- break up ,
- scatter
2. Να προκαλέσει το χωρισμό και να πάει σε διαφορετικές κατευθύνσεις
- "Κύριε το χέρι της και σκορπίζει τα πλήθη"
- συνώνυμο:
- διασκορπίζω ,
- διαλύω ,
- σκορπίζω
Examples of using
An experienced healer can lift curses and dispel evil eyes.
Ένας έμπειρος θεραπευτής μπορεί να σηκώσει κατάρες και να διαλύσει τα κακά μάτια.