Translation meaning & definition of the word "disparate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρίζουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disparate
[Διαχωρίζω]/dɪspərɪt/
adjective
1. Fundamentally different or distinct in quality or kind
- "Such disparate attractions as grand opera and game fishing"
- "Disparate ideas"
- synonym:
- disparate
1. Θεμελιωδώς διαφορετικό ή διακριτό σε ποιότητα ή είδος
- "Τόσο διαφορετικά αξιοθέατα όπως η μεγάλη όπερα και το ψάρεμα παιχνιδιών"
- "Διαχωρίστε τις ιδέες"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ
2. Including markedly dissimilar elements
- "A disparate aggregate of creeds and songs and prayers"
- synonym:
- disparate
2. Συμπεριλαμβανομένων των αξιοσημείωτα ανόμοιων στοιχείων
- "Ένα διαφορετικό σύνολο θρησκειών και τραγουδιών και προσευχών"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ