Translation meaning & definition of the word "disorientation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποπροσανατολισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disorientation
[Αποπροσανατολισμό]/dɪsɔriənteʃən/
noun
1. A wild delusion (especially one induced by a hallucinogenic drug)
- synonym:
- disorientation ,
- freak out
1. Μια άγρια ψευδαίσθηση (ειδικά μία που προκαλείται από ένα παραισθησιογόνο φάρμακο)
- συνώνυμο:
- αποπροσανατολισμό ,
- φρικάρει
2. Confusion (usually transient) about where you are and how to proceed
- Uncertainty as to direction
- "His disorientation was the result of inattention"
- synonym:
- disorientation
2. Σύγχυση (συνήθως παροδικό) για το πού βρίσκεστε και πώς να προχωρήσετε
- Αβεβαιότητα ως προς την κατεύθυνση
- "Ο αποπροσανατολισμός του ήταν το αποτέλεσμα της απροσεξίας"
- συνώνυμο:
- αποπροσανατολισμό