Translation meaning & definition of the word "disorderly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαταραχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disorderly
[Αταξία]/dɪsɔrdərli/
adjective
1. Undisciplined and unruly
- "Disorderly youths"
- "Disorderly conduct"
- synonym:
- disorderly
1. Απείθαρχη και απείθαρχη
- "Απεχθείς νέοι"
- "Διαταραγμένη συμπεριφορά"
- συνώνυμο:
- άτακτοσ
2. In utter disorder
- "A disorderly pile of clothes"
- synonym:
- disorderly ,
- higgledy-piggledy ,
- hugger-mugger ,
- jumbled ,
- topsy-turvy
2. Σε απόλυτη διαταραχή
- "Ένας άτακτος σωρός από ρούχα"
- συνώνυμο:
- άτακτοσ ,
- χίγκλεντι-πίγκλεντι ,
- αγκάλιασμα ,
- τζαμπούλα ,
- τοπ-τούρβι
3. Completely unordered and unpredictable and confusing
- synonym:
- chaotic ,
- disorderly
3. Εντελώς απρόβλεπτο και μπερδεμένο
- συνώνυμο:
- χαώδησ ,
- άτακτοσ