Translation meaning & definition of the word "disobey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disobey
[Αντιφατικός]/dɪsəbe/
verb
1. Refuse to go along with
- Refuse to follow
- Be disobedient
- "He disobeyed his supervisor and was fired"
- synonym:
- disobey
1. Αρνούμαι να πάω μαζί
- Αρνούμαι να ακολουθήσω
- Είμαι ανυπάκουος
- "Δεν υπάκουσε τον προϊστάμενό του και απολύθηκε"
- συνώνυμο:
- ανυπακούω