Translation meaning & definition of the word "dismissive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολυτοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismissive
[Αποσυναρμολόγηση]/dɪsmɪsɪv/
adjective
1. Showing indifference or disregard
- "A dismissive shrug"
- "The firm is dismissive of the competitor's product"
- "'chronic fatigue syndrome' was known by the dismissive term 'housewife syndrome'"
- synonym:
- dismissive
1. Επίδειξη αδιαφορίας ή αδιαφορίας
- "Ένα απορριπτικό ναρκωτικό"
- "Η επιχείρηση απορρίπτει το προϊόν του ανταγωνιστή"
- "'το σύνδρομο "χρόνιας κόπωσης ήταν γνωστό από τον απορριπτικό όρο σύνδρομο νοικοκυράς'"
- συνώνυμο:
- απορριπτικόσ
2. Stopping to associate with
- "They took dismissive action after the third violation"
- synonym:
- dismissive
2. Σταματώντας να συνδέομαι με
- "Ανέλαβαν απορριπτική δράση μετά την τρίτη παραβίαση"
- συνώνυμο:
- απορριπτικόσ