Translation meaning & definition of the word "dismissal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόσπαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismissal
[Απολύσεισ]/dɪsmɪsəl/
noun
1. A judgment disposing of the matter without a trial
- synonym:
- judgment of dismissal ,
- judgement of dismissal ,
- dismissal
1. Απόφαση για την απόρριψη του ζητήματος χωρίς δίκη
- συνώνυμο:
- απόφαση απόλυσης ,
- κρίση απόλυσης ,
- απόλυση
2. Official notice that you have been fired from your job
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- pink slip
2. Επίσημη ειδοποίηση ότι έχετε απολυθεί από τη δουλειά σας
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- ροζ ολίσθηση
3. Permission to go
- The sending away of someone
- synonym:
- dismissal
3. Άδεια να πάει
- Η αποστολή κάποιου
- συνώνυμο:
- απόλυση
4. The termination of someone's employment (leaving them free to depart)
- synonym:
- dismissal ,
- dismission ,
- discharge ,
- firing ,
- liberation ,
- release ,
- sack ,
- sacking
4. Ο τερματισμός της απασχόλησης κάποιου (αφήνοντάς τους ελεύθερους να αναχωρήσουν)
- συνώνυμο:
- απόλυση ,
- εκτομή ,
- απαλλαγή ,
- πυροδότηση ,
- απελευθέρωση ,
- σακίδιο ,
- απολύσεισ