Translation meaning & definition of the word "dismayed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσυντίθεται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismayed
[Αποστασιοποιημένοσ]/dɪsmed/
adjective
1. Struck with fear, dread, or consternation
- synonym:
- aghast(p) ,
- appalled ,
- dismayed ,
- shocked
1. Χτύπησε με φόβο, φόβο ή αναστάτωση
- συνώνυμο:
- αγαστ()<TAG1> ,
- ενοχλημένος ,
- απογοητευμένος ,
- σοκαρισμένος