Translation meaning & definition of the word "dismay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολύμανση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismay
[Αποστασία]/dɪsme/
noun
1. The feeling of despair in the face of obstacles
- synonym:
- discouragement ,
- disheartenment ,
- dismay
1. Το αίσθημα της απόγνωσης απέναντι στα εμπόδια
- συνώνυμο:
- αποθάρρυνση ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- απογοητευτικός
2. Fear resulting from the awareness of danger
- synonym:
- alarm ,
- dismay ,
- consternation
2. Φόβος που προκύπτει από την επίγνωση του κινδύνου
- συνώνυμο:
- συναγερμός ,
- απογοητευτικός ,
- αναστάτωση
verb
1. Lower someone's spirits
- Make downhearted
- "These news depressed her"
- "The bad state of her child's health demoralizes her"
- synonym:
- depress ,
- deject ,
- cast down ,
- get down ,
- dismay ,
- dispirit ,
- demoralize ,
- demoralise
1. Χαμηλώστε τα πνεύματα κάποιου
- Καταστρέφω
- "Αυτά τα νέα την καταπίεσαν"
- "Η κακή κατάσταση της υγείας του παιδιού της την αποθαρρύνει"
- συνώνυμο:
- καταθλίπτω ,
- αποβάλλω ,
- ρίχνω κάτω ,
- κατεβαίνω ,
- απογοητευτικός ,
- αποθαρρύνω
2. Fill with apprehension or alarm
- Cause to be unpleasantly surprised
- "I was horrified at the thought of being late for my interview"
- "The news of the executions horrified us"
- synonym:
- dismay ,
- alarm ,
- appal ,
- appall ,
- horrify
2. Γεμίστε με ανησυχία ή συναγερμό
- Επειδή εκπλήσσεται δυσάρεστα
- "Ήμουν τρομοκρατημένος από τη σκέψη ότι άργησα για τη συνέντευξή μου"
- "Η είδηση των εκτελέσεων μας τρομοκρατούσε"
- συνώνυμο:
- απογοητευτικός ,
- συναγερμός ,
- εφαρμοστήσ ,
- απάντηση ,
- τρομοκρατώ
Examples of using
To my dismay, my wallet was gone.
Προς απογοήτευσή μου, το πορτοφόλι μου είχε φύγει.