Translation meaning & definition of the word "dismantle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποσυναρμολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismantle
[Αποσυναρμολόγηση]/dɪsmæntəl/
verb
1. Tear down so as to make flat with the ground
- "The building was levelled"
- synonym:
- level ,
- raze ,
- rase ,
- dismantle ,
- tear down ,
- take down ,
- pull down
1. Σχίστε κάτω έτσι ώστε να γίνει επίπεδο με το έδαφος
- "Το κτίριο ισοπεδώθηκε"
- συνώνυμο:
- επίπεδο ,
- ραζέ ,
- λάση ,
- αποσυναρμολογώ ,
- καταρρέω ,
- κατεβάζω ,
- τραβώ προς τα κάτω
2. Take apart into its constituent pieces
- synonym:
- disassemble ,
- dismantle ,
- take apart ,
- break up ,
- break apart
2. Αποσυναρμολογήστε τα συστατικά του κομμάτια
- συνώνυμο:
- αποσυναρμολογώ ,
- διαχωρίζω ,
- διαλύω
3. Take off or remove
- "Strip a wall of its wallpaper"
- synonym:
- strip ,
- dismantle
3. Αφαιρέστε ή αφαιρέστε
- "Ταξινομήστε έναν τοίχο της ταπετσαρίας του"
- συνώνυμο:
- λωρίδα ,
- αποσυναρμολογώ