Translation meaning & definition of the word "dismal" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "διαλυτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dismal
[Δισματικόσ]/dɪzməl/
adjective
1. Causing dejection
- "A blue day"
- "The dark days of the war"
- "A week of rainy depressing weather"
- "A disconsolate winter landscape"
- "The first dismal dispiriting days of november"
- "A dark gloomy day"
- "Grim rainy weather"
- synonym:
- blue ,
- dark ,
- dingy ,
- disconsolate ,
- dismal ,
- gloomy ,
- grim ,
- sorry ,
- drab ,
- drear ,
- dreary
1. Προκαλώντας απογοήτευση
- "Μια μπλε μέρα"
- "Οι σκοτεινές μέρες του πολέμου"
- "Μια εβδομάδα βροχερού καταθλιπτικού καιρού"
- "Ένα απαρηγόρητο χειμερινό τοπίο"
- "Οι πρώτες θλιβερές απογοητευτικές μέρες του νοεμβρίου"
- "Μια σκοτεινή ζοφερή μέρα"
- "Ζοφερός βροχερός καιρός"
- συνώνυμο:
- μπλε ,
- σκοτεινός ,
- βρώμικο ,
- απαρηγόρητοσ ,
- θλιβερός ,
- ζοφερός ,
- συγνώμη ,
- drab
Examples of using
That doctrine will no doubt lead to dismal consequences.
Αυτό το δόγμα αναμφίβολα θα οδηγήσει σε θλιβερές συνέπειες.
The rain made the autumn day dismal.
Η βροχή έκανε την φθινοπωρινή μέρα θλιβερή.