Translation meaning & definition of the word "disloyal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απιστία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disloyal
[Άπιστοσ]/dɪslɔɪəl/
adjective
1. Showing lack of love for your country
- synonym:
- unpatriotic ,
- disloyal
1. Δείχνει έλλειψη αγάπης για τη χώρα σας
- συνώνυμο:
- αντιπατριωτική ,
- απιστία
2. Deserting your allegiance or duty to leader or cause or principle
- "Disloyal aides revealed his indiscretions to the papers"
- synonym:
- disloyal
2. Εγκαταλείποντας την υποταγή ή το καθήκον σας στον ηγέτη ή την αιτία ή την αρχή
- "Οι πιστοί βοηθοί αποκάλυψαν τις αδιακρισίες του στα χαρτιά"
- συνώνυμο:
- απιστία