Translation meaning & definition of the word "dislocation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξάρθρωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dislocation
[Εξάρθρωση]/dɪsloʊkeʃən/
noun
1. An event that results in a displacement or discontinuity
- synonym:
- dislocation ,
- disruption
1. Ένα γεγονός που οδηγεί σε μετατόπιση ή ασυνέχεια
- συνώνυμο:
- εξάρθρωση ,
- διακοπή
2. The act of disrupting an established order so it fails to continue
- "The social dislocations resulting from government policies"
- "His warning came after the breakdown of talks in london"
- synonym:
- dislocation ,
- breakdown
2. Η πράξη της διατάραξης μιας καθιερωμένης τάξης έτσι δεν συνεχίζεται
- "Οι κοινωνικές εξαρθρώσεις που προκύπτουν από τις κυβερνητικές πολιτικές"
- "Η προειδοποίησή του ήρθε μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο λονδίνο"
- συνώνυμο:
- εξάρθρωση ,
- κατανομή
3. A displacement of a part (especially a bone) from its normal position (as in the shoulder or the vertebral column)
- synonym:
- dislocation
3. Μια μετατόπιση ενός μέρους (ειδικά ενός οστού) από την κανονική του θέση (α στον ώμο ή τη σπονδυλική στήλη)
- συνώνυμο:
- εξάρθρωση