Translation meaning & definition of the word "dislocated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαρθρώθηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dislocated
[Εξαρθρωμένο]/dɪsloʊketɪd/
adjective
1. Separated at the joint
- "A dislocated knee"
- "A separated shoulder"
- synonym:
- disjointed ,
- dislocated ,
- separated
1. Χωρίστηκε στην άρθρωση
- "Ένα εξαρθρωμένο γόνατο"
- "Ένας χωρισμένος ώμος"
- συνώνυμο:
- αποσυντίθεται ,
- εξαρθρωμένο ,
- διαχωρισμένος
Examples of using
The country's economy was dislocated by the war.
Η οικονομία της χώρας εξαρθρώθηκε από τον πόλεμο.
I'm afraid I dislocated my right arm.
Φοβάμαι ότι εξαπάτησα το δεξί μου χέρι.
I'm afraid I dislocated my right arm.
Φοβάμαι ότι εξαπάτησα το δεξί μου χέρι.