Translation meaning & definition of the word "dislocate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξαρθρώνουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dislocate
[Εξαρθρώ]/dɪsloʊket/
verb
1. Move out of position
- "Dislocate joints"
- "The artificial hip joint luxated and had to be put back surgically"
- synonym:
- dislocate ,
- luxate ,
- splay ,
- slip
1. Απομακρύνομαι από τη θέση
- "Εξαρθρώνει τις αρθρώσεις"
- "Η τεχνητή άρθρωση του ισχίου είχε εξαπλωθεί και έπρεπε να επανατοποθετηθεί χειρουργικά"
- συνώνυμο:
- εξαρθρώνω ,
- εξαπολύω ,
- παραφωνώ ,
- λασπώνω
2. Put out of its usual place, position, or relationship
- "The colonists displaced the natives"
- synonym:
- dislocate
2. Βγάλτε από τη συνήθη θέση, τη θέση ή τη σχέση
- "Οι άποικοι εκτόπισαν τους ιθαγενείς"
- συνώνυμο:
- εξαρθρώνω
Examples of using
Which joint did you dislocate?
Ποια άρθρωση εξαρθρώνετε?