Translation meaning & definition of the word "disjointed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disjointed
[Απογοητευμένος]/dɪsʤɔɪntɪd/
adjective
1. Lacking orderly continuity
- "A confused set of instructions"
- "A confused dream about the end of the world"
- "Disconnected fragments of a story"
- "Scattered thoughts"
- synonym:
- confused ,
- disconnected ,
- disjointed ,
- disordered ,
- garbled ,
- illogical ,
- scattered ,
- unconnected
1. Έλλειψη τακτικής συνέχειας
- "Ένα μπερδεμένο σύνολο οδηγιών"
- "Ένα μπερδεμένο όνειρο για το τέλος του κόσμου"
- "Αποσυνδεδεμένα κομμάτια μιας ιστορίας"
- "Διαλυμένες σκέψεις"
- συνώνυμο:
- μπερδεμένος ,
- αποσυνδεδεμένο ,
- αποσυντίθεται ,
- διαταραγμένο ,
- αλληλεπιδρώ ,
- παράλογο ,
- διάσπαρτα ,
- ασύνδετοσ
2. Taken apart at the joints
- "A disjointed fowl"
- synonym:
- disjointed
2. Απομακρύνεται στις αρθρώσεις
- "Ένα αποσυντονισμένο πτηνό"
- συνώνυμο:
- αποσυντίθεται
3. Separated at the joint
- "A dislocated knee"
- "A separated shoulder"
- synonym:
- disjointed ,
- dislocated ,
- separated
3. Χωρίστηκε στην άρθρωση
- "Ένα εξαρθρωμένο γόνατο"
- "Ένας χωρισμένος ώμος"
- συνώνυμο:
- αποσυντίθεται ,
- εξαρθρωμένο ,
- διαχωρισμένος