Translation meaning & definition of the word "disinfectant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απολυμαντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disinfectant
[Απολυμαντικό]/dɪsɪnfɛktənt/
noun
1. An agent (as heat or radiation or a chemical) that destroys microorganisms that might carry disease
- synonym:
- disinfectant ,
- germicide ,
- antimicrobic ,
- antimicrobial
1. Ένας παράγοντας (ας θερμότητα ή ακτινοβολία ή μια χημική) που καταστρέφει μικροοργανισμούς που μπορεί να μεταφέρουν ασθένειες
- συνώνυμο:
- απολυμαντικό ,
- μικροβιοκτόνο ,
- αντιμικροβιακό
adjective
1. Preventing infection by inhibiting the growth or action of microorganisms
- synonym:
- bactericidal ,
- disinfectant ,
- germicidal
1. Πρόληψη της μόλυνσης με την αναστολή της ανάπτυξης ή της δράσης των μικροοργανισμών
- συνώνυμο:
- βακτηριοκτόνο ,
- απολυμαντικό ,
- μικροβιοκτόνο