Translation meaning & definition of the word "dishwashing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλύσιμο πιάτων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dishwashing
[Πλύση πιάτων]/dɪʃwɑʃɪŋ/
noun
1. The act of washing dishes
- synonym:
- dishwashing ,
- washup
1. Η πράξη του πλυσίματος των πιάτων
- συνώνυμο:
- πλύσιμο πιάτων ,
- ξεπλένω