Translation meaning & definition of the word "dishwasher" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλυντήριο πιάτων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dishwasher
[Πλυντήριο πιάτων]/dɪʃwɑʃər/
noun
1. A machine for washing dishes
- synonym:
- dishwasher ,
- dish washer ,
- dishwashing machine
1. Ένα μηχάνημα για το πλύσιμο των πιάτων
- συνώνυμο:
- πλυντήριο πιάτων ,
- μηχανή πλύσης πιάτων
2. Someone who washes dishes
- synonym:
- dishwasher
2. Κάποιος που πλένει τα πιάτα
- συνώνυμο:
- πλυντήριο πιάτων