Translation meaning & definition of the word "dishonor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ατίμωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dishonor
[Ατιμωτίασ]/dɪsɑnər/
noun
1. A state of shame or disgrace
- "He was resigned to a life of dishonor"
- synonym:
- dishonor ,
- dishonour
1. Μια κατάσταση ντροπής ή ντροπής
- "Παραιτήθηκε από μια ζωή ατίμων"
- συνώνυμο:
- ατίμωση
2. Lacking honor or integrity
- synonym:
- dishonor ,
- dishonour
2. Απουσία τιμής ή ακεραιότητας
- συνώνυμο:
- ατίμωση
verb
1. Bring shame or dishonor upon
- "He dishonored his family by committing a serious crime"
- synonym:
- dishonor ,
- disgrace ,
- dishonour ,
- attaint ,
- shame
1. Φέρε ντροπή ή ατίμωση
- "Ατίμασε την οικογένειά του διαπράττοντας ένα σοβαρό έγκλημα"
- συνώνυμο:
- ατίμωση ,
- ντροπή ,
- επαγγελματίασ
2. Force (someone) to have sex against their will
- "The woman was raped on her way home at night"
- synonym:
- rape ,
- ravish ,
- violate ,
- assault ,
- dishonor ,
- dishonour ,
- outrage
2. Αναγκάστε το (απονε) να κάνει σεξ ενάντια στη θέλησή του
- "Η γυναίκα βιάστηκε στο δρόμο της για το σπίτι τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- βιασμός ,
- καταστροφικόσ ,
- παραβιάζω ,
- επίθεση ,
- ατίμωση ,
- οργή
3. Refuse to accept
- "Dishonor checks and drafts"
- synonym:
- dishonor ,
- dishonour
3. Αρνηθείτε να δεχτείτε
- "Έλεγχοι και σχέδια από αντιρρησίες"
- συνώνυμο:
- ατίμωση