Translation meaning & definition of the word "dishonest" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παράλογο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dishonest
[Ατιμωτικόσ]/dɪsɑnəst/
adjective
1. Deceptive or fraudulent
- Disposed to cheat or defraud or deceive
- synonym:
- dishonest ,
- dishonorable
1. Παραπλανητικός ή δόλιος
- Διατεθειμένος να εξαπατήσει ή να εξαπατήσει ή να εξαπατήσει
- συνώνυμο:
- ανέντιμος ,
- ατιμωτικόσ
2. Capable of being corrupted
- "Corruptible judges"
- "Dishonest politicians"
- "A purchasable senator"
- "A venal police officer"
- synonym:
- corruptible ,
- bribable ,
- dishonest ,
- purchasable ,
- venal
2. Ικανό να καταστραφεί
- "Διεφθαρμένοι δικαστές"
- "Ανόητοι πολιτικοί"
- "Αγοραστικός γερουσιαστής"
- "Ένας αστυνομικός της φλεβικής αστυνομίας"
- συνώνυμο:
- διαφθαρτόσ ,
- δωροδοκήσιμοσ ,
- ανέντιμος ,
- αγοραστόσ ,
- βενετσιάνη
Examples of using
If a person is dishonest, he/she is dishonest to the end.
Εάν ένα άτομο είναι ανέντιμο, αυτός/αυτή είναι ανέντιμη μέχρι το τέλος.