Translation meaning & definition of the word "dish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιάτο" στην ελληνική γλώσσα
Dish
[Πιάτο]noun
1. A piece of dishware normally used as a container for holding or serving food
- "We gave them a set of dishes for a wedding present"
- synonym:
- dish
1. Ένα κομμάτι πιάτων που χρησιμοποιείται κανονικά ως δοχείο για τη συγκράτηση ή το σερβίρισμα τροφίμων
- "Τους δώσαμε μια σειρά από πιάτα για ένα γαμήλιο δώρο"
- συνώνυμο:
- πιάτο
2. A particular item of prepared food
- "She prepared a special dish for dinner"
- synonym:
- dish
2. Ένα συγκεκριμένο στοιχείο του προετοιμασμένου φαγητού
- "Ετοίμασε ένα ειδικό πιάτο για δείπνο"
- συνώνυμο:
- πιάτο
3. The quantity that a dish will hold
- "They served me a dish of rice"
- synonym:
- dish ,
- dishful
3. Η ποσότητα που θα κρατήσει ένα πιάτο
- "Μου εξυπηρέτησαν ένα πιάτο ρύζι"
- συνώνυμο:
- πιάτο
4. A very attractive or seductive looking woman
- synonym:
- smasher ,
- stunner ,
- knockout ,
- beauty ,
- ravisher ,
- sweetheart ,
- peach ,
- lulu ,
- looker ,
- mantrap ,
- dish
4. Μια πολύ ελκυστική ή σαγηνευτική γυναίκα
- συνώνυμο:
- παραμορφώνων ,
- απατεώνασ ,
- νοκ-άουτ ,
- ομορφιά ,
- καταστρατηγών ,
- γλυκιά μου ,
- ροδάκινο ,
- λούλου ,
- φαινομενικόσ ,
- παραλληλόγραμμο ,
- πιάτο
5. Directional antenna consisting of a parabolic reflector for microwave or radio frequency radiation
- synonym:
- dish ,
- dish aerial ,
- dish antenna ,
- saucer
5. Κατευθυντική κεραία που αποτελείται από έναν παραβολικό ανακλαστήρα για την ακτινοβολία μικροκυμάτων ή ραδιοσυχνοτήτων
- συνώνυμο:
- πιάτο ,
- πιάτο εναέρια ,
- κεραία πιάτων ,
- πιατάκι
6. An activity that you like or at which you are superior
- "Chemistry is not my cup of tea"
- "His bag now is learning to play golf"
- "Marriage was scarcely his dish"
- synonym:
- cup of tea ,
- bag ,
- dish
6. Μια δραστηριότητα που σας αρέσει ή στην οποία είστε ανώτεροι
- "Η χημεία δεν είναι το φλιτζάνι μου"
- "Η τσάντα του τώρα μαθαίνει να παίζει γκολφ"
- "Ο γάμος δεν ήταν το πιάτο του"
- συνώνυμο:
- φλιτζάνι τσάι ,
- τσάντα ,
- πιάτο
verb
1. Provide (usually but not necessarily food)
- "We serve meals for the homeless"
- "She dished out the soup at 8 p.m."
- "The entertainers served up a lively show"
- synonym:
- serve ,
- serve up ,
- dish out ,
- dish up ,
- dish
1. Παρέχετε (συνήθως αλλά όχι απαραίτητα τρόφιμ)
- "Σερβίρουμε γεύματα για τους άστεγους"
- "Άφησε τη σούπα στις 8 μ.μ."
- "Οι διασκεδαστές εξυπηρέτησαν μια ζωντανή παράσταση"
- συνώνυμο:
- σερβίρω ,
- πιάτο ,
- πιάνω
2. Make concave
- Shape like a dish
- synonym:
- dish
2. Κάνω κοίλο
- Σχήμα σαν πιάτο
- συνώνυμο:
- πιάτο