Translation meaning & definition of the word "disgust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απογοήτευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disgust
[Αηδία]/dɪsgəst/
noun
1. Strong feelings of dislike
- synonym:
- disgust
1. Ισχυρά συναισθήματα αντιπάθειας
- συνώνυμο:
- αηδία
verb
1. Fill with distaste
- "This spoilt food disgusts me"
- synonym:
- disgust ,
- gross out ,
- revolt ,
- repel
1. Γεμίστε με αποστροφή
- "Αυτό το χαλασμένο φαγητό με αηδιάζει"
- συνώνυμο:
- αηδία ,
- ακαθάριστος ,
- εξέγερση ,
- αποκρούω
2. Cause aversion in
- Offend the moral sense of
- "The pornographic pictures sickened us"
- synonym:
- disgust ,
- revolt ,
- nauseate ,
- sicken ,
- churn up
2. Προκαλώ αντιστροφή
- Προσβάλλει την ηθική αίσθηση του
- "Οι πορνογραφικές εικόνες μας αρρώστησαν"
- συνώνυμο:
- αηδία ,
- εξέγερση ,
- ναυτία ,
- αρρωσταίνω ,
- ανατριχιάζω
Examples of using
My sneakers smell to disgust!
Τα πάνινα παπούτσια μου μυρίζουν αηδία!
I felt disgust at his behavior.
Ένιωσα αηδία για τη συμπεριφορά του.
The judge made no bones about his disgust with the accused's actions and handed down the severest sentence possible.
Ο δικαστής δεν έβγαλε κόκαλα για την αηδία του με τις ενέργειες του κατηγορουμένου και επέβαλε τη σοβαρότερη ποινή.