Translation meaning & definition of the word "disguised" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταμφιεσμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disguised
[Μεταμφιεσμένος]/dɪsgaɪzd/
adjective
1. Having its true character concealed with the intent of misleading
- "Hidden agenda"
- "Masked threat"
- synonym:
- cloaked ,
- disguised ,
- masked
1. Έχοντας τον αληθινό του χαρακτήρα κρυμμένο με την πρόθεση της παραπλάνησης
- "Κρυφή ατζέντα"
- "Καλή απειλή"
- συνώνυμο:
- αποκρύπτω ,
- μεταμφιεσμένο ,
- μασκοφόρα
Examples of using
Tom was disguised as a janitor.
Ο Τομ ήταν μεταμφιεσμένος ως επιστάτης.
He entered the bank disguised as a guard.
Μπήκε στην τράπεζα μεταμφιεσμένος ως φύλακας.
Tom disguised himself as a priest.
Ο Τομ μεταμφιέστηκε σε ιερέα.