Translation meaning & definition of the word "disguise" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "μεταμφίεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disguise
[Μεταμφίεση]/dɪsgaɪz/
noun
1. An outward semblance that misrepresents the true nature of something
- "The theatrical notion of disguise is always associated with catastrophe in his stories"
- synonym:
- disguise ,
- camouflage
1. Μια εξωτερική όψη που παραποιεί την αληθινή φύση κάποιου πράγματος
- "Η θεατρική έννοια της μεταμφίεσης συνδέεται πάντα με την καταστροφή στις ιστορίες του"
- συνώνυμο:
- μεταμφίεση ,
- καμουφλάζ
2. Any attire that modifies the appearance in order to conceal the wearer's identity
- synonym:
- disguise
2. Οποιαδήποτε ενδυμασία που τροποποιεί την εμφάνιση για να κρύψει την ταυτότητα του χρήστη
- συνώνυμο:
- μεταμφίεση
3. The act of concealing the identity of something by modifying its appearance
- "He is a master of disguise"
- synonym:
- disguise ,
- camouflage
3. Η πράξη της απόκρυψης της ταυτότητας κάποιου πράγματος τροποποιώντας την εμφάνισή του
- "Είναι κύριος της μεταμφίεσης"
- συνώνυμο:
- μεταμφίεση ,
- καμουφλάζ
verb
1. Make unrecognizable
- "The herb masks the garlic taste"
- "We disguised our faces before robbing the bank"
- synonym:
- disguise ,
- mask
1. Κάνει αγνώριστο
- "Το βότανο καλύπτει τη γεύση του σκόρδου"
- "Καλύψαμε τα πρόσωπά μας πριν ληστέψουμε την τράπεζα"
- συνώνυμο:
- μεταμφίεση ,
- μάσκα
Examples of using
You can't seriously expect that they won't recognize you in that disguise. That lopsided, dime store moustache is a dead giveaway!
Δεν μπορείς να περιμένεις σοβαρά ότι δεν θα σε αναγνωρίσουν με αυτή τη μεταμφίεση. Αυτό το μουστάκι από το μονόπλευρο κατάστημα δεκάρας είναι ένα νεκρό δώρο!
The dirty boy turned out to be a prince in disguise.
Το βρώμικο αγόρι αποδείχθηκε ότι ήταν ένας μεταμφιεσμένος πρίγκιπας.