Translation meaning & definition of the word "disgraceful" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "επαίσχυντο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disgraceful
[Ατιμωτικό]/dɪsgresfəl/
adjective
1. Giving offense to moral sensibilities and injurious to reputation
- "Scandalous behavior"
- "The wicked rascally shameful conduct of the bankrupt"- thackeray
- "The most shocking book of its time"
- synonym:
- disgraceful ,
- scandalous ,
- shameful ,
- shocking
1. Προσβολή ηθικών ευαισθησιών και βλάβη στη φήμη
- "Σκανδαλώδης συμπεριφορά"
- "Η πονηρή απίστευτα επαίσχυντη συμπεριφορά του χρεοκοπημένου" - θάκερεϊ
- "Το πιο συγκλονιστικό βιβλίο της εποχής του"
- συνώνυμο:
- επαίσχυντοσ ,
- σκανδαλώδης ,
- ντροπιαστικός ,
- σοκαριστικό
2. (used of conduct or character) deserving or bringing disgrace or shame
- "Man...has written one of his blackest records as a destroyer on the oceanic islands"- rachel carson
- "An ignominious retreat"
- "Inglorious defeat"
- "An opprobrious monument to human greed"
- "A shameful display of cowardice"
- synonym:
- black ,
- disgraceful ,
- ignominious ,
- inglorious ,
- opprobrious ,
- shameful
2. (χρησιμοποιείται συμπεριφοράς ή χαρακτήρα) που αξίζει ή φέρνει ντροπή ή ντροπή
- "Ο άνθρωπος... έχει γράψει έναν από τους πιο μαύρους δίσκους του ως καταστροφέας στα νησιά των ωκεανών" - rachel carson
- "Μια άδοξη υποχώρηση"
- "Ένδοξη ήττα"
- "Ένα καταχρηστικό μνημείο της ανθρώπινης απληστίας"
- "Μια επαίσχυντη επίδειξη δειλίας"
- συνώνυμο:
- μαύρο ,
- επαίσχυντοσ ,
- άδοξο ,
- άδοξοσ ,
- καταχρηστικόσ ,
- ντροπιαστικός