Translation meaning & definition of the word "disfavor" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "δυσμένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disfavor
[Δυσμένεια]/dɪsfevər/
noun
1. The state of being out of favor
- "He is in disfavor with the king"
- synonym:
- disfavor ,
- disfavour
1. Η κατάσταση του να είσαι σε δυσμένεια
- "Είναι σε δυσμένεια με τον βασιλιά"
- συνώνυμο:
- δυσμένεια
2. An inclination to withhold approval from some person or group
- synonym:
- disfavor ,
- disfavour ,
- dislike ,
- disapproval
2. Μια τάση για απόκρυψη έγκρισης από κάποιο άτομο ή ομάδα
- συνώνυμο:
- δυσμένεια ,
- αντιπαθητικόσ ,
- αποδοκιμασία
verb
1. Put at a disadvantage
- Hinder, harm
- "This rule clearly disadvantages me"
- synonym:
- disadvantage ,
- disfavor ,
- disfavour
1. Τίθεται σε μειονεκτική θέση
- Εμποδίζω, βλάπτω
- "Αυτός ο κανόνας με μειονεκτεί σαφώς"
- συνώνυμο:
- μειονέκτημα ,
- δυσμένεια