Translation meaning & definition of the word "disenfranchise" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποφλοίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disenfranchise
[Αποανακλαστοποιήσει]/dɪsɪnfrænʧaɪz/
verb
1. Deprive of voting rights
- synonym:
- disenfranchise ,
- disfranchise
1. Στέρηση των δικαιωμάτων ψήφου
- συνώνυμο:
- απο-κράτηση ,
- αποδιαίρεση