Translation meaning & definition of the word "diseased" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφυπνισμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Diseased
[Ασθένειεσ]/dɪzizd/
adjective
1. Caused by or altered by or manifesting disease or pathology
- "Diseased tonsils"
- "A morbid growth"
- "Pathologic tissue"
- "Pathological bodily processes"
- synonym:
- diseased ,
- morbid ,
- pathologic ,
- pathological
1. Προκαλείται ή τροποποιείται από ή εκδηλώνεται ασθένεια ή παθολογία
- "Αμυγδαλές αμυγδαλές"
- "Νοσηρή ανάπτυξη"
- "Παθολογικός ιστός"
- "Παθολογικές σωματικές διαδικασίες"
- συνώνυμο:
- ασθενήσ ,
- νοσηρός ,
- παθολογοανατομικέσ ,
- παθολογικός
Examples of using
I am a sick man… I am a spiteful man. I am an unpleasant man. I think my liver is diseased.
Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος.Είμαι ένας μοχθηρός άνθρωπος. Είμαι ένας δυσάρεστος άνθρωπος. Νομίζω ότι το συκώτι μου είναι άρρωστο.