Translation meaning & definition of the word "disdain" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιφρόνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Disdain
[Περιφρονώ]/dɪsden/
noun
1. Lack of respect accompanied by a feeling of intense dislike
- "He was held in contempt"
- "The despite in which outsiders were held is legendary"
- synonym:
- contempt ,
- disdain ,
- scorn ,
- despite
1. Η έλλειψη σεβασμού συνοδεύεται από αίσθημα έντονης αντιπάθειας
- "Τον περιφρόνησαν"
- "Το παρά το γεγονός ότι κρατούνται οι ξένοι είναι θρυλικό"
- συνώνυμο:
- περιφρόνηση ,
- περιφρονώ ,
- παρά
2. A communication that indicates lack of respect by patronizing the recipient
- synonym:
- condescension ,
- disdain ,
- patronage
2. Μια επικοινωνία που υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού με την υποστήριξη του παραλήπτη
- συνώνυμο:
- συγκατάβαση ,
- περιφρονώ ,
- προστασία
verb
1. Look down on with disdain
- "He despises the people he has to work for"
- "The professor scorns the students who don't catch on immediately"
- synonym:
- contemn ,
- despise ,
- scorn ,
- disdain
1. Κοιτάξτε κάτω με περιφρόνηση
- "Περιφρονεί τους ανθρώπους για τους οποίους πρέπει να εργαστεί"
- "Ο καθηγητής περιφρονεί τους μαθητές που δεν πιάνουν αμέσως"
- συνώνυμο:
- παρακαμφθεί ,
- περιφρονώ
2. Reject with contempt
- "She spurned his advances"
- synonym:
- reject ,
- spurn ,
- freeze off ,
- scorn ,
- pooh-pooh ,
- disdain ,
- turn down
2. Απορρίπτουν με περιφρόνηση
- "Έκανε τις προόδους του"
- συνώνυμο:
- απορρίπτω ,
- αποτυγχάνω ,
- παγώνω ,
- περιφρονώ ,
- ποοχ-που ,
- κατεβάζω