Translation meaning & definition of the word "discuss" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συζήτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discuss
[Συζητώ]/dɪskəs/
verb
1. To consider or examine in speech or writing
- "The author talks about the different aspects of this question"
- "The class discussed dante's `inferno'"
- synonym:
- discourse ,
- talk about ,
- discuss
1. Να εξετάσει ή να εξετάσει στην ομιλία ή τη γραφή
- "Ο συγγραφέας μιλάει για τις διάφορες πτυχές αυτής της ερώτησης"
- "Η τάξη συζήτησε για το `ινφέρνο'" του δάντη'"
- συνώνυμο:
- διάλογος ,
- μιλώ για ,
- συζητώ
2. Speak with others about (something)
- Talk (something) over in detail
- Have a discussion
- "We discussed our household budget"
- synonym:
- hash out ,
- discuss ,
- talk over
2. Μιλήστε με άλλους για (κάντι)
- Μιλήστε (κάτι) αναλυτικά
- Κάνω συζήτηση
- "Συζητήσαμε τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών μας"
- συνώνυμο:
- χασε ,
- συζητώ ,
- μιλώ
Examples of using
We can discuss this later.
Μπορούμε να το συζητήσουμε αργότερα.
We won't discuss our plans with you.
Δεν θα συζητήσουμε τα σχέδιά μας μαζί σας.
I don't want to discuss Tom's problems.
Δεν θέλω να συζητήσω τα προβλήματα του Τομ.