Translation meaning & definition of the word "discriminatory" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discriminatory
[Διακριτικόσ]/dɪskrɪmənətɔri/
adjective
1. Being biased or having a belief or attitude formed beforehand
- "A prejudiced judge"
- synonym:
- prejudiced ,
- discriminatory
1. Να είστε προκατειλημμένοι ή να έχετε μια πίστη ή στάση που σχηματίστηκε εκ των προτέρων
- "Προκατειλημμένος δικαστής"
- συνώνυμο:
- προκατειλημμένοσ ,
- διακριτικόσ
2. Containing or implying a slight or showing prejudice
- "Discriminatory attitudes and practices"
- "Invidious comparisons"
- synonym:
- discriminatory ,
- invidious
2. Που περιέχει ή υποδηλώνει μια μικρή ή παρουσιάζει προκατάληψη
- "Διακριτικές στάσεις και πρακτικές"
- "Απεχθείς συγκρίσεις"
- συνώνυμο:
- διακριτικόσ ,
- απερίσκεπτοσ
3. Capable of making fine distinctions
- synonym:
- discriminative ,
- discriminatory
3. Ικανό να κάνει λεπτές διακρίσεις
- συνώνυμο:
- διακριτικόσ
4. Manifesting partiality
- "A discriminatory tax"
- "Preferential tariff rates"
- "Preferential treatment"
- "A preferential shop gives priority or advantage to union members in hiring or promoting"
- synonym:
- discriminatory ,
- preferential
4. Εκδηλώνοντας μεροληψία
- "Φόρος διακρίσεων"
- "Προτιμησιακοί δασμολογικοί συντελεστές"
- "Προτιμησιακή μεταχείριση"
- "Ένα προτιμησιακό κατάστημα δίνει προτεραιότητα ή πλεονέκτημα στα μέλη της ένωσης για την πρόσληψη ή την προώθηση"
- συνώνυμο:
- διακριτικόσ ,
- προτιμησιακή