Translation meaning & definition of the word "discriminating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακρίσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discriminating
[Διακρίνοντασ]/dɪskrɪmənetɪŋ/
adjective
1. Showing or indicating careful judgment and discernment especially in matters of taste
- "The discriminating eye of the connoisseur"
- synonym:
- discriminating
1. Εμφάνιση ή ένδειξη προσεκτικής κρίσης και διάκρισης ειδικά σε θέματα γούστου
- "Το διακριτικό μάτι του γνώστη"
- συνώνυμο:
- διακρίνοντασ
2. Having or demonstrating ability to recognize or draw fine distinctions
- "An acute observer of politics and politicians"
- "Incisive comments"
- "Icy knifelike reasoning"
- "As sharp and incisive as the stroke of a fang"
- "Penetrating insight"
- "Frequent penetrative observations"
- synonym:
- acute ,
- discriminating ,
- incisive ,
- keen ,
- knifelike ,
- penetrating ,
- penetrative ,
- piercing ,
- sharp
2. Έχοντας ή επιδεικνύοντας ικανότητα να αναγνωρίζει ή να αντλεί λεπτές διακρίσεις
- "Ένας παρατηρητής της πολιτικής και των πολιτικών"
- "Επικίνδυνα σχόλια"
- "Παγωμένη συλλογιστική"
- "Τόσο κοφτερό και κοπιαστικό όσο το εγκεφαλικό επεισόδιο ενός κτυπήματος"
- "Διεισδυτική διορατικότητα"
- "Συχνές διεισδυτικές παρατηρήσεις"
- συνώνυμο:
- οξεία ,
- διακρίνοντασ ,
- κοπτικόσ ,
- ενθουσιώδης ,
- παραπονεμένοσ ,
- διεισδυτικόσ ,
- διάτρηση ,
- αιχμηρός