Translation meaning & definition of the word "discriminate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακρίσεις" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discriminate
[Διακρίνω]/dɪskrɪmənet/
verb
1. Recognize or perceive the difference
- synonym:
- discriminate ,
- know apart
1. Αναγνωρίστε ή αντιληφθείτε τη διαφορά
- συνώνυμο:
- διακρίνω ,
- ξεχωρίζω
2. Treat differently on the basis of sex or race
- synonym:
- discriminate ,
- separate ,
- single out
2. Αντιμετωπίστε διαφορετικά με βάση το φύλο ή τη φυλή
- συνώνυμο:
- διακρίνω ,
- χωριστός ,
- ξεχωρίζω
3. Distinguish
- "I could not discriminate the different tastes in this complicated dish"
- synonym:
- discriminate
3. Διακρίνω
- "Δεν θα μπορούσα να κάνω διακρίσεις στις διαφορετικές γεύσεις σε αυτό το περίπλοκο πιάτο"
- συνώνυμο:
- διακρίνω
adjective
1. Marked by the ability to see or make fine distinctions
- "Discriminate judgments"
- "Discriminate people"
- synonym:
- discriminate
1. Χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να βλέπουν ή να κάνουν λεπτές διακρίσεις
- "Διακριτικές κρίσεις"
- "Διαφορετικοί άνθρωποι"
- συνώνυμο:
- διακρίνω
Examples of using
Some companies discriminate against women who are pregnant or who say that they intend to have children.
Ορισμένες εταιρείες κάνουν διακρίσεις σε βάρος γυναικών που είναι έγκυες ή λένε ότι σκοπεύουν να αποκτήσουν παιδιά.