Translation meaning & definition of the word "discretion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discretion
[Διακριτικότητα]/dɪskrɛʃən/
noun
1. Freedom to act or judge on one's own
- synonym:
- discretion
1. Ελευθερία να ενεργείς ή να κρίνεις από μόνος σου
- συνώνυμο:
- διακριτικότητα
2. Knowing how to avoid embarrassment or distress
- "The servants showed great tact and discretion"
- synonym:
- discretion ,
- discreetness ,
- circumspection ,
- prudence
2. Πώς να αποφύγετε την αμηχανία ή την αγωνία
- "Οι υπηρέτες έδειξαν μεγάλη διακριτικότητα και τακτική"
- συνώνυμο:
- διακριτικότητα ,
- περιτομή ,
- σύνεση
3. Refined taste
- Tact
- synonym:
- delicacy ,
- discretion
3. Εκλεπτυσμένη γεύση
- Τακτική
- συνώνυμο:
- λιχουδιά ,
- διακριτικότητα
4. The power of making free choices unconstrained by external agencies
- synonym:
- free will ,
- discretion
4. Η δύναμη των ελεύθερων επιλογών που δεν περιορίζονται από εξωτερικούς οργανισμούς
- συνώνυμο:
- ελεύθερη βούληση ,
- διακριτικότητα
5. The trait of judging wisely and objectively
- "A man of discernment"
- synonym:
- discretion ,
- discernment
5. Το χαρακτηριστικό της κρίσης με σύνεση και αντικειμενικότητα
- "Ένας άνθρωπος της διάκρισης"
- συνώνυμο:
- διακριτικότητα ,
- διάκριση
Examples of using
He who makes noises while the ship is sailing, making people unable to hear orders, will be fined at the discretion of the captain.
Αυτός που κάνει θόρυβο ενώ το πλοίο πλέει, κάνοντας τους ανθρώπους ανίκανους να ακούσουν εντολές, θα του επιβληθεί πρόστιμο.