Translation meaning & definition of the word "discrete" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discrete
[Διακριτόσ]/dɪskrit/
adjective
1. Constituting a separate entity or part
- "A government with three discrete divisions"
- "On two distinct occasions"
- synonym:
- discrete ,
- distinct
1. Συνιστώντας μια ξεχωριστή οντότητα ή μέρος
- "Μια κυβέρνηση με τρεις διακριτές διαιρέσεις"
- "Σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις"
- συνώνυμο:
- διακριτός