Translation meaning & definition of the word "discreetly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discreetly
[Διακριτικά]/dɪskritli/
adverb
1. With discretion
- Prudently and with wise self-restraint
- "I sent for the sergeant of the platoon both men were in and asked him to try to find out discreetly what lay behind this"
- synonym:
- discreetly
1. Με διακριτικότητα
- Με σύνεση και με σοφή αυτοσυγκράτηση
- "Έστειλα για τον λοχία της διμοιρίας και οι δύο άνδρες ήταν μέσα και του ζήτησα να προσπαθήσει να μάθει διακριτικά τι βρίσκεται πίσω από αυτό"
- συνώνυμο:
- διακριτικά
Examples of using
His mother discreetly kept an eye on the boy.
Η μητέρα του παρακολουθούσε διακριτικά το αγόρι.