Translation meaning & definition of the word "discreet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακριτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discreet
[Διακριτικός]/dɪskrit/
adjective
1. Marked by prudence or modesty and wise self-restraint
- "His trusted discreet aide"
- "A discreet, finely wrought gold necklace"
- synonym:
- discreet
1. Χαρακτηρίζεται από σύνεση ή σεμνότητα και σοφή αυτοσυγκράτηση
- "Ο αξιόπιστος διακριτικός βοηθός του"
- "Ένα διακριτικό, λεπτό σφυρήλατο χρυσό κολιέ"
- συνώνυμο:
- διακριτικός
2. Unobtrusively perceptive and sympathetic
- "A discerning editor"
- "A discreet silence"
- synonym:
- discerning ,
- discreet
2. Διακριτικά αντιληπτικά και συμπαθητικά
- "Ένας απαιτητικός επεξεργαστής"
- "Μια διακριτική σιωπή"
- συνώνυμο:
- διακρίνοντασ ,
- διακριτικός
3. Heedful of potential consequences
- "Circumspect actions"
- "Physicians are now more circumspect about recommending its use"
- "A discreet investor"
- synonym:
- circumspect ,
- discreet
3. Προσοχή στις πιθανές συνέπειες
- "Προοπτικές δράσεις"
- "Οι γιατροί είναι τώρα πιο προσεκτικοί στο να συστήσουν τη χρήση του"
- "Ένας διακριτικός επενδυτής"
- συνώνυμο:
- περιστρεφόμενοσ ,
- διακριτικός
Examples of using
Be discreet.
Να είστε διακριτικοί.
It might be discreet of you to bend a little to the prevailing wind.
Μπορεί να είναι διακριτικό από εσάς να λυγίσει λίγο στον επικρατούντα άνεμο.