Translation meaning & definition of the word "discouraging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθάρρυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discouraging
[Αποθαρρύνοντασ]/dɪskərəʤɪŋ/
adjective
1. Depriving of confidence or hope or enthusiasm and hence often deterring action
- "Where never is heard a discouraging word"
- synonym:
- discouraging
1. Στέρηση της εμπιστοσύνης ή της ελπίδας ή του ενθουσιασμού και ως εκ τούτου συχνά αποτρέπει τη δράση
- "Όπου δεν ακούγεται ποτέ μια αποθαρρυντική λέξη"
- συνώνυμο:
- αποθαρρυντικό
2. Expressing disapproval
- synonym:
- discouraging
2. Εκφράζοντας αποδοκιμασία
- συνώνυμο:
- αποθαρρυντικό