Translation meaning & definition of the word "discouragement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποθάρρυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Discouragement
[Αποθάρρυνση]/dɪskərɪʤmənt/
noun
1. The feeling of despair in the face of obstacles
- synonym:
- discouragement ,
- disheartenment ,
- dismay
1. Το αίσθημα της απόγνωσης απέναντι στα εμπόδια
- συνώνυμο:
- αποθάρρυνση ,
- αποσυναρμολόγηση ,
- απογοητευτικός
2. The expression of opposition and disapproval
- synonym:
- discouragement
2. Η έκφραση της αντιπολίτευσης και της αποδοκιμασίας
- συνώνυμο:
- αποθάρρυνση
3. The act of discouraging
- "The discouragement of petty theft"
- synonym:
- discouragement
3. Η πράξη της αποθάρρυνσης
- "Η αποθάρρυνση της μικρής κλοπής"
- συνώνυμο:
- αποθάρρυνση
Examples of using
He exhaled a deep breath in discouragement.
Εκπνέει μια βαθιά ανάσα σε αποθάρρυνση.